- συνοργανίζω
- Νσυνδυάζω τα μουσικά μέρη τών διαφόρων οργάνων ορχήστρας για τον απαρτισμό μιας μουσικής σύνθεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -οργανίζω (< όργανο), πρβλ. δι-οργανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοργανισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνοργανίζω 2. συνεκδ. α) η προσαρμογή κάθε μουσικού οργάνου ορχήστρας στη μουσική σύνθεση β) ο τρόπος κατά τον οποίο είναι διατεταγμένο το ενόργανο μέρος μιας μουσικής σύνθεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοργανίζω … Dictionary of Greek
συνοργανώνω — Ν συνοργανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οργανώνω (< όργανο)] … Dictionary of Greek